- διακανονίζω
- διακανονίζω, διακανόνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διακανονίζω — ρυθμίζω, διευθετώ, τακτοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διακανονίζω — διακανόνισα, διακανονίστηκα, διακανονισμένος, ρυθμίζω τις εκκρεμότητες ενός ζητήματος με τρόπο συναινετικό: Πρέπει να διακανονίσω την οφειλή των ασφαλιστικών μου εισφορών με το ταμείο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιακανόνιστος — η, ο [διακανονίζω] αυτός που δεν διακανονίστηκε λεπτομερώς, δεν διευθετήθηκε, ατακτοποίητος, αρρύθμιστος … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek
διευθύνω — (AM διευθύνω) [ευθύνω] 1. κάνω κάτι ευθύ σ όλο του το μήκος, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ ένα σημείο νεοελλ. 1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου 2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού… … Dictionary of Greek
προδιορίζω — Α 1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένως («βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.) 2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»] … Dictionary of Greek